Η σχιζοφρένεια είναι μια σοβαρή και μακροχρόνια πάθηση που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος σκέφτεται, αισθάνεται, ενεργεί, αλληλεπιδρά με άλλους ανθρώπους, εκφράζει συναισθήματα και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα.
Η Neuraxpharm παρέχει εναλλακτικές φαρμακευτικές λύσεις για την αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας και μόλις ο γιατρός σας εξακριβώσει ποιες είναι οι συγκεκριμένες ανάγκες σας, μπορεί να συνταγογραφήσει το προϊόν που προσαρμόζεται καλύτερα στις ανάγκες και την πάθησή σας.
Μάθετε περισσότερα για τα αίτια, τα συμπτώματα και την αντιμετώπισή της.
Η σχιζοφρένεια είναι μια σοβαρή, χρόνια ψυχική ασθένεια που προκαλεί διάφορα ψυχολογικά συμπτώματα και μπορεί να οδηγήσει στην αδυναμία ενός ασθενή να διαχωρίζει πάντοτε τις σκέψεις και τις ιδέες του από την πραγματικότητα. Μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα προβλήματα στην εργασία, στο σχολείο και στις σχέσεις. Οι άνθρωποι που πάσχουν από σχιζοφρένεια μπορεί να κλείνονται στον εαυτό τους και να μοιάζουν σαν να χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα, ένα φαινόμενο που μπορεί να προκαλέσει δυσφορία στον εκάστοτε ασθενή, καθώς και στα μέλη της οικογένειας και τους φίλους του.
Δεν υπάρχει γνωστή θεραπεία για την πάθηση, ενώ τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας μπορεί να είναι επίμονα και να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα, εάν δεν αντιμετωπιστούν. Ωστόσο, υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες που βοηθούν τους ανθρώπους να διαχειριστούν τα συμπτώματά τους, να μειώσουν τον κίνδυνο υποτροπής και να απολαμβάνουν περισσότερο την καθημερινή ζωή.
Παρότι υπάρχουν πολλές εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά τη σχιζοφρένεια, οι περισσότεροι πάσχοντες δεν είναι πιο επικίνδυνοι ή βίαιοι από ανθρώπους που ανήκουν στον γενικό πληθυσμό.
Ο όρος «σχιζοφρένεια» χρησιμοποιείται για μια σειρά ψυχικών διαταραχών που εμπίπτουν στο ίδιο φάσμα και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι εξής:
Οι παθήσεις που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια περιλαμβάνουν τη σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία τόσο της σχιζοφρένειας όσο και των διαταραχών της διάθεσης. Στα συμπτώματά της ενδέχεται να περιλαμβάνονται παρανοϊκές σκέψεις, παραληρητικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις, δυσκολία συγκέντρωσης, κατάθλιψη, προβλήματα με τον ύπνο και την όρεξη, καθώς και η κοινωνική απομάκρυνση.
Άλλες σχετικές διαταραχές περιλαμβάνουν την παραληρητική διαταραχή, τη βραχεία ψυχωσική διαταραχή, τη σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή και την ψύχωση.
Η σχιζοφρένεια επηρεάζει 20 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και εκδηλώνεται στο 1% του πληθυσμού όλων των κοινωνιών. Επηρεάζει ίσο αριθμό ανδρών και γυναικών, αλλά η έναρξή της συχνά εκδηλώνεται αργότερα στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Η βαρύτητα της σχιζοφρένειας και τα συμπτώματά της ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, ενώ τα συμπτώματα φαίνονται να επιδεινώνονται και να βελτιώνονται σε κύκλους γνωστούς ως υποτροπές και υφέσεις. Μερικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν μόνο ένα ψυχωσικό επεισόδιο, ενώ άλλοι αντιμετωπίζουν πολλά επεισόδια κατά τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά ζουν σχετικά φυσιολογικά στο ενδιάμεσο. Κάποιοι άλλοι άνθρωποι μπορεί να αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα προβλήματα με την πάροδο του χρόνου, σημειώνοντας ελάχιστη βελτίωση ανάμεσα σε εξάρσεις ψυχωσικών επεισοδίων.
Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας γενικά χαρακτηρίζονται ως θετικά (ή ψυχωσικά, με απώλεια επαφής με την πραγματικότητα), αρνητικά (απουσία φυσιολογικών συμπεριφορών), γνωστικά ή αποδιοργανωμένα.
Στα θετικά συμπτώματα περιλαμβάνονται:
Στα αρνητικά συμπτώματα περιλαμβάνονται:
Στα γνωστικά συμπτώματα περιλαμβάνονται:
Στα αποδιοργανωμένα συμπτώματα περιλαμβάνονται:
Στην περίπτωση της κατατονικής σχιζοφρένειας, ο ασθενής μπορεί να σταματήσει να μιλάει και το σώμα του μπορεί να μείνει ακίνητο σε μια συγκεκριμένη θέση για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η σχιζοφρένεια μπορεί να εξελιχθεί αργά, συχνά κατά τη διάρκεια της εφηβείας, και να είναι δύσκολο να διαγνωστεί στην αρχή, για διάφορους λόγους.
Τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής είναι η πιο συχνή ηλικία εμφάνισης της σχιζοφρένειας και προκειμένου να γίνει διάγνωση, πρέπει να παρατηρηθούν συμπτώματα για τουλάχιστον έξι μήνες. Οι άνδρες με σχιζοφρένεια μπορεί να αρχίσουν να εμφανίζουν συμπτώματα στα τέλη της εφηβείας ή κοντά στην ηλικία των 20 ετών, ενώ τα συμπτώματα στις γυναίκες μπορεί να παρουσιαστούν αργότερα, μέχρι τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους.
Υπάρχουν τρεις φάσεις σχιζοφρένειας: Η αρχική φάση, η οξεία/ενεργός φάση και η υπολειμματική φάση ή φάση ανάρρωσης. Η αρχική (γνωστή και ως «πρόδρομη») φάση μπορεί να διαρκέσει μονάχα μερικές ημέρες ή να συνεχιστεί για ολόκληρα χρόνια. Λόγω της απουσίας ενός συγκεκριμένου παράγοντα πυροδότησης, μπορεί να αποδειχτεί δύσκολη η αναγνώρισή της, ενώ οι αλλαγές στη συμπεριφορά μπορεί να είναι ανεπαίσθητες.
Πιθανά συμπτώματα σχιζοφρένειας είναι οι αλλαγές στη διάθεση και η κοινωνικό απομάκρυνση, που σημαίνει ότι η πάθηση μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μια συνηθισμένη εφηβική «φάση». Η έλλειψη κινήτρου, ο διαταραγμένος ύπνος, η δυσκολία συγκέντρωσης, η ευέξαπτη συμπεριφορά και τα προβλήματα στις προσωπικές σχέσεις ή στο σχολείο αποτελούν συμπτώματα που μπορεί να εκδηλωθούν στους εφήβους όταν εξελίσσεται η πάθηση.
Όσοι πάσχουν από σχιζοφρένεια μπορεί να εκδηλώσουν ένα ψυχωσικό επεισόδιο που συχνά οδηγεί στη διάγνωση. Οι αλλαγές στη διάθεση και η αυξημένη δυσκολία στις κοινωνικές συναναστροφές μπορεί να παρουσιαστούν πριν από το πρώτο ψυχωσικό επεισόδιο.
Οι πάσχοντες μπορεί να έχουν μερικές φορές συμπτώματα μεγαλύτερης βαρύτητας και άλλες φορές μικρότερης.
Προς το παρόν, δεν είναι γνωστός ο ακριβής συνδυασμός παραγόντων που προκαλεί σχιζοφρένεια. Η τρέχουσα θεραπεία επικεντρώνεται στην αποτελεσματική διαχείριση των συμπτωμάτων και στην παροχή βοήθειας στους πάσχοντες, ώστε να μπορούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.
Παρότι η ακριβής αιτία της σχιζοφρένειας είναι άγνωστη, πιθανότατα συνδέεται με ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Θεωρείται ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στην εκδήλωση σχιζοφρένειας και ότι ορισμένες καταστάσεις, όπως ένα στρεσογόνο περιστατικό ή η χρήση ναρκωτικών, μπορούν να πυροδοτήσουν την πάθηση.
Η σχιζοφρένεια δεν είναι κληρονομική, αλλά γενετική. Δηλαδή, υπάρχει ένας συνδυασμός γονιδίων αντί για ένα μόνο γονίδιο, ο οποίος αποτελεί παράγοντα για το εάν θα εκδηλωθεί ή όχι η πάθηση.
Η σχιζοφρένεια μπορεί να προσβάλλει ανθρώπους σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, ανεξάρτητα φυλής και εθνότητας.
Η σχιζοφρένεια μπορεί να διαγνωστεί στην παιδική ηλικία, αν και αυτό συμβαίνει σχετικά σπάνια. Η σχιζοφρένεια πρώιμης έναρξης εμφανίζεται συνήθως στις ηλικίες μεταξύ 13 και 18 ετών. Η διάγνωση σε ηλικίες κάτω των 13 ετών είναι εξαιρετικά σπάνια. Οι άνδρες μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα νωρίτερα από τις γυναίκες, αν και η κατάσταση επηρεάζει όλα τα φύλα εξίσου. Είναι πιθανό ότι όσο νωρίτερα εμφανίζονται τα συμπτώματα τόσο πιο σοβαρή είναι η συγκεκριμένη περίπτωση σχιζοφρένειας.
Το πόσο καιρό μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος με σχιζοφρένεια εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της βαρύτητας της πάθησής του και κατά πόσο συμμορφώνεται με τη θεραπεία. Εάν χορηγηθεί θεραπεία στους πάσχοντες, είναι πιθανό ότι θα μπορούν να ζήσουν μια σχετικά φυσιολογική ζωή με τη στήριξη της οικογένειά τους. Συνήθως, οι άνθρωποι που πάσχουν από σχιζοφρένεια δεν ζουν μακροπρόθεσμα σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Βρίσκεται σε εξέλιξη επιστημονική έρευνα για τη βελτίωση των θεραπειών.
Συχνά, η σχιζοφρένεια εμφανίζεται παράλληλα με άλλες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ψύχωσης, του διαβήτη και των καρδιακών παθήσεων. Εξαιτίας αυτού, όσοι πάσχουν από σχιζοφρένεια έχουν προσδόκιμο ζωής μεταξύ 15 και 25 ετών χαμηλότερο από τον γενικό πληθυσμό. Οι άνθρωποι που πάσχουν από σχιζοφρένεια έχουν δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό να πεθάνουν πρόωρα.
Δεν υπάρχει μία μοναδική εξέταση που επαρκεί για τη διάγνωση σχιζοφρένειας και η διάγνωση γίνεται συνήθως βάσει αξιολόγησης από ειδικό επαγγελματία ψυχικής υγείας, μερικές φορές ύστερα από μια ψυχωσική περίοδο.
Μερικές φορές, μπορεί να μην είναι σαφές αν κάποιος πάσχει από σχιζοφρένεια ή μια συναφή ψυχική ασθένεια, όπως διπολική διαταραχή ή σχιζοσυναισθηματική διαταραχή.
Για να γίνει διάγνωση, τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας πρέπει να υφίστανται για έξι μήνες και να παραμείνουν συνεχώς ενεργά για τουλάχιστον έναν από αυτούς τους μήνες. Θα πρέπει να έχουν παρατηρηθεί δύο από τα παρακάτω συμπτώματα:
Για να γίνει διάγνωση, ένα από τα συμπτώματα που παρατηρούνται πρέπει να είναι οι παραληρητικές ιδέες, οι ψευδαισθήσεις ή ο αποδιοργανωμένος λόγος, χωρίς όμως να είναι απόρροια οποιασδήποτε άλλης πάθησης.
Ο γιατρός μπορεί να επιχειρήσει να αποκλείσει παθήσεις με τις οποίες μπορεί να σχετίζεται η σχιζοφρένεια, για παράδειγμα ψύχωση που προκαλείται από χρήση ουσιών ή όγκο στον εγκέφαλο, μέσω της χρήσης απεικονιστικών εξετάσεων του εγκεφάλου ή εξετάσεις αίματος.
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας βασίζεται στην παρατήρηση των ενεργειών και των συμπτωμάτων ενός ανθρώπου. Ωστόσο, οι γιατροί μπορούν να πραγματοποιήσουν εξετάσεις για να βεβαιωθούν ότι τα συμπτώματα δεν έχουν άλλες αιτίες. Για παράδειγμα, μπορούν να πραγματοποιήσουν απεικονιστικές εξετάσεις ή αξονικές/μαγνητικές τομογραφίες, ώστε να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να προκαλούνται τα συμπτώματα από προβλήματα όπως όγκοι στον εγκέφαλο, επιληψία, αυτοάνοσα νοσήματα ή λοιμώξεις. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν γνωστική αξιολόγηση, αξιολόγηση στοιχείων προσωπικότητας ή κλίμακες αξιολόγησης της σχιζοφρένειας όπως η PANSS.
Οι γιατροί πιθανώς να πραγματοποιήσουν επίσης εξετάσεις που θα διασφαλίσουν ότι τα συμπτώματα δεν προκαλούνται από άλλους παράγοντες, όπως συνταγογραφούμενα φάρμακα, αλκοόλ ή ναρκωτικά.
Εάν ένας γιατρός υποψιάζεται την ύπαρξη σχιζοφρένειας, μπορεί να παραπέμψει τον ασθενή σε ψυχίατρο, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει αξιολογήσεις ή να παρατηρήσει τη συμπεριφορά του ασθενή, προκειμένου να προσπαθήσει να καταλήξει σε μια σαφή διάγνωση.
Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές επιλογές για ανθρώπους που πάσχουν από σχιζοφρένεια, οι οποίες μπορούν να τους βοηθήσουν να ζήσουν τη ζωή τους με διαχειρίσιμο τρόπο.
Η σχιζοφρένεια συνήθως αντιμετωπίζεται με συνδυασμό φαρμάκων και θεραπείας, προσαρμοσμένων στο εκάστοτε άτομο.
Στόχος είναι η ανακούφιση των συμπτωμάτων και η μείωση της πιθανότητας υποτροπής ή επανεμφάνισης των συμπτωμάτων. Οι θεραπευτικές επιλογές πιθανώς να περιλαμβάνουν αντιψυχωσικά φάρμακα ή/και γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (ΓΣΘ – CBT).
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση της έντασης και της συχνότητας των ψυχωσικών συμπτωμάτων. Δρουν κυρίως με το να εμποδίζουν ή να διαμορφώνουν την επίδραση του νευροδιαβιβαστή που ονομάζεται ντοπαμίνη στον εγκέφαλο.
Η επιλογή των αντιψυχωσικών θα πρέπει να γίνεται ύστερα από συζήτηση με έναν γιατρό/ψυχίατρο σχετικά με τα πιθανά οφέλη και τις ανεπιθύμητες ενέργειες, που θα διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες ορισμένων φαρμάκων μπορεί να περιλαμβάνεται η αύξηση βάρους, το τρεμούλιασμα (τρόμος), η ακαμψία, η ανησυχία και η υπνηλία.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που πάσχουν από σχιζοφρένεια παίρνουν φάρμακα για ένα ή δύο χρόνια μετά το πρώτο τους ψυχωσικό επεισόδιο, ώστε να αποτραπεί η εκδήλωση περαιτέρω οξέων σχιζοφρενικών επεισοδίων, αλλά και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εάν η ασθένεια είναι υποτροπιάζουσα.
Μεταξύ άλλων, θεραπείες όπως η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (ΓΣΘ – CBT), η οικογενειακή θεραπεία και η θεραπεία μέσω τέχνης μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις ψευδαισθήσεις ή τις παραληρητικές ιδέες.
Υπάρχουν διάφορες παρεμβάσεις που μπορεί να βοηθήσουν τους ανθρώπους με σχιζοφρένεια. Ενδεικτικά περιλαμβάνουν τα εξής:
Η κακή διατροφή μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας, το ίδιο και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή η χρήση ναρκωτικών. Ενδέχεται επίσης το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά να παρεμβαίνουν στη δράση ορισμένων αντιψυχωσικών φαρμάκων.
Ορισμένα τρόφιμα, ιδίως, μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας και στη γενικότερη βελτίωση της υγείας.
Όταν αποτελεί μέρος ενός προγράμματος τροποποίησης της συμπεριφοράς, η σωματική άσκηση είναι απαραίτητη για τον συνεχή έλεγχο του βάρους, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για ανθρώπους με σχιζοφρένεια. Στα είδη των ασκήσεων που έχουν αποδεδειγμένα ευεργετική δράση περιλαμβάνονται:
Προς το παρόν, δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί η εκδήλωση της σχιζοφρένειας. Όμως, έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι θεραπείας που μπορούν να επιτρέψουν στους πάσχοντες να ζήσουν μια σχετικά φυσιολογική ζωή.
Η έγκαιρη διάγνωση και η ενεργή συμμετοχή στη θεραπεία μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της πιθανής αναστάτωσης στην καθημερινότητα του ασθενή και να μειώσει την πιθανότητα υποτροπής. Συχνά, οι υποτροπές μπορούν να προληφθούν με τους εξής τρόπους:
Καθώς τα αίτια της σχιζοφρένειας δεν είναι ακόμη γνωστά, η διεξαγωγή έρευνας σε τομείς όπως οι περιβαλλοντικοί και οι γενετικοί παράγοντες είναι εξαιρετικά σημαντική. Εξίσου κρίσιμη είναι η έρευνα που έχει ως αποτέλεσμα ενέργειες οι οποίες μειώνουν τον αντίκτυπο της πάθησης στη ζωή των ανθρώπων.
Αυτήν τη στιγμή, η επιστημονική κοινότητα εξετάζει μελλοντικές θεραπείες για τη σχιζοφρένεια. Η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση (DBS), που αποτελεί καθιερωμένη θεραπεία για τη νόσο Πάρκινσον, μπορεί να αποδειχτεί σημαντική και για την ανάπτυξη θεραπειών για ψυχιατρικές διαταραχές, ένα ενδεχόμενο που εξετάζουν οι ερευνητές.
Διεξάγεται επίσης σημαντικός βαθμός έρευνας για τον προσδιορισμό του πιθανού τρόπου που τα γονίδια επηρεάζουν τη σχιζοφρένεια, με στόχο την αύξηση των εξατομικευμένων φαρμακευτικών σκευασμάτων που θα μπορούν να χορηγηθούν στο μέλλον
Επιληψία
Επιληψία
Ψυχική υγεία
Εγγραφείτε στη λίστα αλληλογραφίας μας
Για να λαμβάνετε τις τελευταίες ενημερώσεις από το blog της Neuraxpharm.
Για να αποκτήσετε πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες, πρέπει να χρησιμοποιήσετε τα διαπιστευτήριά σας
Δεν έχετε προφίλ; Εγγραφείτε