Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) είναι μια πάθηση που επηρεάζει τη συμπεριφορά. Εκδηλώνεται στην παιδική ηλικία και μπορεί να συνεχιστεί και μετά την ενηλικίωση. Μάθετε περισσότερα για τη ΔΕΠΥ, τα συμπτώματα που προκαλεί τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες, καθώς και τη διαχείριση και την αντιμετώπισή της.
Η ΔΕΠΥ είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που μπορεί να προκαλέσει διάσπαση της προσοχής, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Οι άνθρωποι που πάσχουν από ΔΕΠΥ μπορεί να φαίνονται ανήσυχοι, να έχουν βραχεία ικανότητα συγκέντρωσης της προσοχής ή δυσκολία στη συγκέντρωση, καθώς και να ενεργούν παρορμητικά ή απερίσκεπτα.
Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ συνήθως παρατηρούνται για πρώτη φορά σε νεαρή ηλικία και οι περισσότερες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται όταν τα παιδιά είναι από έξι έως δώδεκα ετών. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί αρχικά να γίνει λανθασμένα διάγνωση μιας άλλης ψυχικής πάθησης, όπως της διπολικής διαταραχής, ή να μην γίνει σωστή διάγνωση μέχρι να ενηλικιωθεί το εν λόγω παιδί.
Πολλά παιδιά ενδέχεται να περάσουν από φάσεις κατά τις οποίες είναι ανήσυχα ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες συγκέντρωσης της προσοχής, χωρίς να έχουν απαραίτητα ΔΕΠΥ. Αν υποψιάζεστε ότι ένα παιδί πάσχει από ΔΕΠΥ, πρέπει να απευθυνθείτε σε έναν επαγγελματία υγείας, ώστε να συζητήσετε το ενδεχόμενο διάγνωσης.
Αν και τα συμπτώματα συνήθως βελτιώνονται όσο μεγαλώνει ένας άνθρωπος που πάσχει από ΔΕΠΥ, πολλοί ενήλικες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα, ενώ κάποιοι μπορεί να εμφανίσουν επιπλέον ψυχιατρικές διαταραχές, συνήθως διαταραχές διάθεσης και αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές χρήσης ουσιών (εξάρτηση) ή διαταραχές προσωπικότητας. Για παράδειγμα, η ΔΕΠΥ εμφανίζεται μαζί με αγχώδεις διαταραχές στο 25% των περιπτώσεων, ενώ είναι επίσης συχνό φαινόμενο να εμφανίζεται μαζί με κάποια διαταραχή ανάγνωσης.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από ΔΕΠΥ μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα με απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, αλλά δεν εμφανίζουν απαραίτητα και τα τρία αυτά συμπτώματα μαζί. Υπάρχει μια σχετική κατάσταση, γνωστή ως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής (ΔΕΠ), η οποία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα απροσεξίας χωρίς την υπερκινητικότητα ή παρορμητικότητα που συνοδεύουν τη ΔΕΠΥ.
Τα αναφερόμενα ποσοστά ΔΕΠΥ διαφέρουν ανά τον κόσμο και κυμαίνονται από το 1% των παιδιών σχολικής ηλικίας σε ορισμένες χώρες έως σχεδόν 20% σε άλλες. Παρότι ο λόγος για μια τόσο μεγάλη διακύμανση στα αναφερόμενα ποσοστά δεν είναι ξεκάθαρος, ορισμένοι ειδικοί ισχυρίζονται ότι μπορεί να σχετίζεται με τον διαφορετικό τρόπο που ορίζονται τα περιστατικά.
Σύμφωνα με μια ανάλυση 175 ερευνητικών μελετών σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμήθηκε ότι ο συνολικός επιπολασμός της ΔΕΠΥ σε παιδιά ηλικίας 18 ετών είναι 7,2%. Βάσει της διεξαγωγής εξετάσεων για ΔΕΠΥ σε 11.422 ενήλικες ηλικίας 18–44 ετών σε 10 χώρες της Αμερικής, της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, εκτιμήθηκε ότι ο μέσος επιπολασμός είναι 3,4%.
Τα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ αφορούν τη διάσπαση της προσοχής, την υπερκινητικότητα και την παρορμητικότητα.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από ΔΕΠΥ μπορεί να αντιμετωπίζουν διάσπαση της προσοχής, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, αλλά δεν εμφανίζουν απαραίτητα και τα τρία αυτά συμπτώματα μαζί. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται τα εξής:
Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να οδηγήσουν σε αναπτυξιακά προβλήματα, όπως οι χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις, δυσκολίες στην πειθάρχηση και έλλειψη κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ εμφανίζονται συνήθως για πρώτη φορά σε νεαρή ηλικία και μπορεί να γίνουν πιο αισθητά όταν τα παιδιά αρχίζουν να πηγαίνουν σχολείο. Όταν τα παιδιά μπαίνουν στην εφηβεία, η υπερκινητικότητα τους μπορεί να μειωθεί. Ωστόσο, πολλά από αυτά αντιμετωπίζουν προβλήματα στις σχέσεις και επιδεικνύουν αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Η απροσεξία, η ψυχοκινητική ανησυχία και η παρορμητικότητα συνήθως μειώνονται με την ηλικία, αλλά πολλοί ενήλικες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Σύμφωνα με μια μελέτη, διαπιστώθηκε ότι σχεδόν οι μισοί άνθρωποι που είχαν ΔΕΠΥ κατά την παιδική ηλικία συνέχισαν να ικανοποιούν πλήρως τα κριτήρια για ΔΕΠΥ ενηλίκων. Τα συμπτώματα της απροσεξίας επιμένουν στους ενήλικες για πολύ περισσότερο χρόνο από την υπερδραστηριότητα ή την παρορμητικότητα. Στους ενήλικες, η υπερκινητικότητα πιο συχνά εσωτερικεύεται και τα συμπτώματα της απροσεξίας μπορεί να συγκαλυφθούν από συμπτώματα άγχους ή στρατηγικές αντιστάθμισης με γνωρίσματα ιδεοληψίας.
Συνήθως, η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα είναι τα κύρια συμπτώματα στα παιδιά. Σε αυτά περιλαμβάνεται η νευρικότητα, η βραχεία ικανότητας συγκέντρωσης της προσοχής και η αδυναμία ενός παιδιού να παίζει ήσυχα.
Τα ακριβή αίτια της ΔΕΠΥ είναι άγνωστα. Ωστόσο, βάσει έρευνας έχουν εντοπιστεί διάφοροι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ενός παιδιού να εμφανίσει την πάθηση.
Θεωρείται ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση της ΔΕΠΥ, όπως:
Τα γονίδια που κληρονομούνται από τους γονείς αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εκδήλωση της πάθησης σε παιδιά. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ΔΕΠΥ συνδέεται με διάφορους γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι έχουν μικρή δράση μεμονωμένα, αλλά η συγκεντρωτική τους δράση καθιστά τους ανθρώπους πιο ευπαθείς στην πάθηση.
Επειδή η ΔΕΠΥ δεν έχει μία μοναδική αιτία, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να εμφανίσει την πάθηση. Εκδηλώνεται στην παιδική ηλικία και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά στα μέλη ορισμένων οικογενειών.
Η ΔΕΠΥ δεν μειώνει άμεσα το προσδόκιμο ζωής, αλλά καθ’ όλη τη ζωή ενός ατόμου, η ΔΕΠΥ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο άλλων ψυχιατρικών διαταραχών και να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη γενικότερη ποιότητα ζωής του. Ωστόσο, αν και δεν υπάρχει ριζική θεραπεία για τη ΔΕΠΥ, οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές παρέχουν συνήθως ανακούφιση από τα συμπτώματά της.
Δεν υπάρχει μία μοναδική εξέταση που επαρκεί για τη διάγνωση της ΔΕΠΥ, ενώ τα συμπτώματά της μπορεί να μοιάζουν με εκείνα άλλων συμπεριφορικών προβλημάτων. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα καθυστερήσεις στη διάγνωση.
Η διάγνωση της ΔΕΠΥ μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση από γιατρό που διαθέτει εμπειρία με την πάθηση. Για να γίνει διάγνωση ΔΕΠΥ, τα συμπτώματα πρέπει να συνεχίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και να επηρεάζουν την καθημερινότητα του ασθενή.
Η διάγνωση της ΔΕΠΥ δεν μπορεί γίνει μέσω μιας απλής φυσικής ή ψυχολογικής εξέτασης. Ένας ειδικός πρέπει να πραγματοποιήσει μια διεξοδική αξιολόγηση, ώστε να γίνει η διάγνωση. Στην αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνονται:
Αρχικά, η διάγνωση της ΔΕΠΥ αφορούσε αποκλειστικά παιδιά, αλλά τώρα πια αναγνωρίζεται ότι στην περίπτωση ορισμένων ασθενών, η πάθηση επιμένει ύστερα από την ενηλικίωση. Παρ’ όλα αυτά, η διάγνωση της ΔΕΠΥ σε ενήλικες συνεχίζει να υστερεί. Η διαδικασία της διάγνωσης μπορεί να περιπλεχθεί από συμπτώματα που εμφανίζονται και σε άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, οι οποίες μπορεί να εκδηλωθούν παράλληλα με την ΔΕΠΥ. Έχουν αναπτυχθεί εργαλεία ελέγχου που επιτρέπουν στους γιατρούς να προσδιορίσουν σε ποιους ενήλικες πρέπει να γίνεται αξιολόγηση για ΔΕΠΥ, ενώ οι κλινικές συνεντεύξεις και το οικογενειακό ιστορικό επιτρέπουν τη διαφοροποίηση μεταξύ ΔΕΠΥ και άλλων ψυχιατρικών παθήσεων που μπορεί να εμφανιστούν ταυτόχρονα.
Η αντιμετώπιση και η φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠΥ μπορούν να ανακουφίσουν τα συμπτώματα και να διευκολύνουν τη ζωή κάποιου με αυτή την πάθηση.
Παρόλο που δεν υπάρχει ριζική θεραπεία για τη ΔΕΠΥ, τα παιδιά που προσβάλλει η πάθηση και οι γονείς τους μπορούν να λάβουν εκπαιδευτική και ευρύτερης μορφής υποστήριξη, συμβουλές και καθοδήγηση, παράλληλα με ιατρικές και συμπεριφορικές θεραπείες, ώστε να διαχειριστούν καλύτερα τις επιπτώσεις της πάθησης.
Για τους ενήλικες, η φαρμακευτική αγωγή είναι συχνά η πρώτη γραμμή θεραπείας, με πρόσθετη υποστήριξη βάσει ψυχολογικής θεραπείας.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα φάρμακα, τα οποία βοηθούν τους ανθρώπους να διαχειριστούν τα συμπτώματα που προκαλεί η ΔΕΠΥ. Οι γιατροί πρέπει συχνά να συνεργαστούν με τον εκάστοτε ασθενή, ώστε να βρεθεί το κατάλληλο φάρμακο ή η δοσολογία που φέρνουν το καλύτερο αποτέλεσμα για εκείνον. Τα περισσότερα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα διεγερτικά και τα μη διεγερτικά.
Ορισμένες θεραπείες μπορεί να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ σε παιδιά, νέους και ενήλικες.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από ΔΕΠΥ πρέπει να προσπαθήσουν να ακολουθούν μια φυσιολογική, υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή.
Μερικοί άνθρωποι που πάσχουν από ΔΕΠΥ διαπιστώνουν ότι τα συμπτώματά τους φαίνεται να επιδεινώνονται μετά την κατανάλωση ορισμένων τύπων τροφίμων ή ποτών, ειδικά εκείνων που περιέχουν πρόσθετα συστατικά ή καφεΐνη. Σε αυτή την περίπτωση, προτείνεται να διατηρείται ένα ημερολόγιο φαγητού, ποτού και συμπεριφοράς, και να γίνονται σχετικές συζητήσεις με τον γιατρό. Εκείνος, με τη σειρά του, μπορεί να κάνει παραπομπή του ασθενή σε διατροφολόγο ή διαιτολόγο.
Τα παιδιά που πάσχουν από ΔΕΠΥ θα πρέπει να λαμβάνουν στήριξη, ώστε να απολαμβάνουν δραστηριότητες όπως οι περίπατοι, το παιχνίδι στον κήπο ή η συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα. Εκτός από το ότι έτσι προάγεται η σωματική τους υγεία, με την τακτική άσκηση κατά τη διάρκεια της ημέρας τα παιδιά θα είναι επαρκώς κουρασμένα όταν έρθει η ώρα για ύπνο.
Για να μπορούν τα παιδιά να ηρεμήσουν πριν από τον ύπνο, το βράδυ πρέπει να ασχολούνται μόνο με ήρεμες δραστηριότητες, οι οποίες δεν τα υπερδιεγείρουν.
Αν και η ΔΕΠΥ δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί, υπάρχουν τρόποι να μειωθούν οι επιπτώσεις των συμπτωμάτων της. Για παράδειγμα, οι γονείς και οι φροντιστές παιδιών με ΔΕΠΥ μπορούν:
Οι ενήλικες που πάσχουν από ΔΕΠΥ μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν διάφορες τεχνικές για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους:
Βρίσκεται σε εξέλιξη επιστημονική έρευνα για τους πιθανούς κινδύνους εκδήλωσης ΔΕΠΥ. Η προηγμένη τεχνολογία απεικόνισης έχει εντοπίσει δομικές και λειτουργικές διαφορές στον εγκέφαλο ανθρώπων που πάσχουν και εκείνων που δεν πάσχουν από ΔΕΠΥ. Τα υποκείμενα ανατομικά και λειτουργικά μετρήσιμα χαρακτηριστικά του εγκεφάλου, καθώς και οι γενετικοί παράγοντες, αποτελούν βασικό επίκεντρο της νευροψυχιατρικής έρευνας.
Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι ο άξονας εντέρου-εγκεφάλου και το εντερικό μικροβίωμα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κινδύνου εκδήλωσης ΔΕΠΥ. Θεωρείται ότι οι βασικοί βιολογικοί μηχανισμοί που εμπλέκονται στον άξονα εντέρου-εγκεφάλου μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης ΔΕΠΥ.
Επίσης, βρίσκονται σε εξέλιξη έργα που βοηθούν τους επαγγελματίες υγείας να αποφασίζουν ποιοι είναι οι καλύτεροι τρόποι θεραπείας για τους πάσχοντες. Ολοκληρώθηκε μια ανασκόπηση μελετών σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του όλο και αυξανόμενου αριθμού διαθέσιμων θεραπειών, συμπεριλαμβανομένων φαρμακολογικών και διαιτητικών παρεμβάσεων.
Επιληψία
Επιληψία
Ψυχική υγεία
Εγγραφείτε στη λίστα αλληλογραφίας μας
Για να λαμβάνετε τις τελευταίες ενημερώσεις από το blog της Neuraxpharm.
Για να αποκτήσετε πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες, πρέπει να χρησιμοποιήσετε τα διαπιστευτήριά σας
Δεν έχετε προφίλ; Εγγραφείτε